Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Για τις καταλήψεις στα σχολεία

Κατ’ αρχάς, για να είμαστε ξεκάθαροι απέναντι στον εισαγγελέα που –λόγω της ανεργίας- έχει πιάσει δουλειά στην τηλεόραση, δηλαδή στο γραφείο τύπου του ΛΑ.Ο.Σ., πρέπει να παραδεχθούμε ότι γράφουμε αυτό το κείμενο για να υποκινήσουμε τις καταλήψεις. Επιπλέον, το γράφουμε για να υποστηρίξουμε το δικαίωμα του να κάνεις κατάληψη για να χάσεις μάθημα. Ελπίζουμε η τελευταία πρόταση να προκαλέσει ένα πρώτο εγκεφαλικό στον εισαγγελέα της τηλεοπτικής έδρας.

Πίσω από το επιχείρημα που προαναφέραμε, βρίσκεται το απαράγραπτο γεγονός ότι το σχολείο είναι άσχημο. Η αισθητική του ασχήμια είναι μόνο το αποτέλεσμα της ουσιαστικής του ασχήμιας. Σε κανένα παιδί δεν αρέσει να πηγαίνει σχολείο. Κι αν ανακαλύψουμε στιγμές που του αρέσει, είναι γιατί οι στιγμές αυτές είναι οι μικρές ρωγμές που έχουν ανοίξει, λόγω της αυθόρμητης δραστηριότητας των παιδιών και των δασκάλων, στον απάνθρωπο αυτό θεσμό. Τα μαθήματα στο σχολείο είναι βαρετά, οι καθηγητές –οι περισσότεροι- είναι Βαρεμένοι. Οι καθηγητές, ακόμα κι αν είχαν κάποτε την όρεξη και το κουράγιο να κάνουν το μάθημα πιο ενδιαφέρον έχουν απορροφηθεί από την αθλιότητα του σχολικού περιβάλλοντος και κάνουν τη δουλειά αυτή από αγγαρεία.

Με δεδομένα τα παραπάνω είναι αυτονόητο ότι οι μαθητές κάνουν κατάληψη για να χάσουν μάθημα. Και δεν κάνουν κι άσχημα. Το ερώτημα όμως που τίθεται με τρόπο μη εμφανή από τις καταλήψεις, πρέπει να τεθεί πιο ξεκάθαρα. Και πρέπει να τεθεί ξεκάθαρα και από τους δασκάλους και τους καθηγητές. Είναι δυνατό ένα σχολείο λιγότερο βαρετό και ανούσιο από αυτό; Μάλλον θα είναι, καθώς δεν είναι δυνατό ένα σχολείο περισσότερο βαρετό και περισσότερο ανούσιο από αυτό. Το ερώτημα αυτό απευθύνεται, βέβαια, σε ολόκληρη την κοινωνία και μετατρέπεται στο εξής: ποιές αξίες θέλουμε να υπηρετεί το σχολείο αυτής της κοινωνίας; Θέλουμε να «παράγει» ελεύθερους ανθρώπους ή φερέφωνα του Πρετεντέρη και ψηφοφόρους του Καρατζαφέρη; Θέλουμε να προάγει τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία των παιδιών ή να τα μαθαίνει να παπαγαλίζουν; Θέλουμε να προάγει την υπευθυνότητα των παιδιών απέναντι πρωτίστως στον εαυτό τους και στους άλλους, την αλληλεγγύη ή τη στρατιωτική πειθαρχία του κοπαδιού (της ΚΝΕ περιλαμβανομένης) και τη λογική του «να κοιτάς το συμφέρον σου»; Θέλουμε να στήνουμε τα παιδιά σε σειρές και με ομοιόμορφη εμφάνιση και βηματισμό να χαιρετάνε τους «επισήμους» ή να μάθουν ότι είναι πολίτες αληθινοί και άνθρωποι ελεύθεροι που σέβονται όλους τους ανθρώπους όσο σέβονται και τους εαυτούς τους και δεν αναγνωρίζουν κανέναν «επίσημο»; Θέλουμε να μάθουν τα παιδιά ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν ή να μάθουν να μισούν τους άλλους ανθρώπους επειδή έτυχε να γεννηθούν λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα; Θέλουμε να γίνουν τα παιδιά ελεύθερα πνεύματα που θα αναζητούν από μόνα τους τη γνώση ή θέλουμε να γίνουν πελάτες του εθνικισμού που πουλάει από τηλεοράσεως ο Άδωνις Γεωργιάδης;

Αυτά τα ερωτήματα, μπορεί να μοιάζουν απλοϊκά, αλλά νομίζουμε ότι θέτουν το συγκεκριμένο σύστημα της παιδείας μπροστά στα αδιέξοδά του. Νομίζουμε ότι το σχολείο μπορεί να γίνει λιγότερο βαρετό και λιγότερο καταπιεστικό και τα παιδιά περισσότερο υπεύθυνα, αν προωθηθούν οι ιδέες της μεγαλύτερης συμμετοχής των παιδιών στην ανακάλυψη της γνώσης, που σημαίνει την κατάργηση της παραδοσιακής από καθέδρας διδασκαλίας. Επίσης, πιστεύουμε ότι πρέπει να καταργηθούν οι εξετάσεις και οι βαθμοί. Σε πρώτη φάση, θα μπορούσε να υιοθετηθεί μία απλή βαθμολογική κλίμακα επάρκειας / μη επάρκειας. Η εισαγωγή στα πανεπιστήμια μπορεί και τεχνικά να γίνει χωρίς εξετάσεις. Τα μέτρα αυτά θα αποδυναμώσουν τον βαθμοθηρικό ανταγωνισμό, την εντατικοποίηση της εκπαίδευσης και την υποβάθμιση των παιδιών σε ρομπότ. Επίσης, θα αποσυνδέσουν σε κάποιο βαθμό την εκπαίδευση από την οικονομία. Το σχολείο και το πανεπιστήμιο πρέπει να αποσυνδεθούν από την αγορά εργασίας και να αναδειχθεί η αυταξία της γνώσης και της σκέψης. Όσα είπαμε είναι απλά μερικές ιδέες. Το κίνημα της φιλελεύθερης παιδαγωγικής με τους πολλούς εκπροσώπους του (Κλαπαρέντ, Ίλιτς, Νηλ, Ντιούι, Φρέιρε κλπ), μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά προς την εμβάθυνση νέων παιδαγωγικών πρακτικών. Είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι υπό την προοπτική μιάς αυτόνομης κοινωνίας πρέπει να τεθεί υπό διερώτηση το ζήτημα της ίδιας της ύπαρξης του σχολείου με τη σημερινή του μορφή[2].

Τέλος, δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από τα παιδιά εκείνα που δε θέλουν τις καταλήψεις «για να μη χαθούν διδακτικές ώρες». Αυτοί οι μικροί Τέρενς Κουίκ, που βγάζουν ηθικιστικούς λόγους σε τηλεοπτικά παράθυρα σαν να ήταν συνταξιούχοι, μας βάζουν σε πολλές σκέψεις για το μέλλον της κοινωνίας αυτής. Η αποκρουστική εικόνα των παιδιών αυτών είναι αρκετή για να μας κάνει να υπερασπιστούμε τις καταλήψεις, ακόμα κι αν το αίτημα για τη ριζική αλλαγή του σχολείου και της εκπαίδευσης εν γένει δεν τίθεται ποτέ ξεκάθαρα. Αλλά εδώ συναντούμε και την ευθύνη των εκπαιδευτικών, των φοιτητών, αλλά και των μαθητών που δε θέτουν ως πρώτο αίτημα της συνδικαλιστικής τους δράσης την αλλαγή αυτή. Η κατάληψη, όμως, ακόμα κι αν δεν είχε κανένα περιεχόμενο ως πολιτική πράξη, αποτελεί τουλάχιστον τη δίκαιη διεκδίκηση από τη μεριά των παιδιών της ίδιας τους της ζωής. Τη ζωή τους τους την έχει υποκλέψει ο παραλογισμός της κοινωνίας αυτής που τα βάζει να τρέχουν σαν τηλεκατευθυνόμενα από το σχολείο στο φροντιστήριο κι από κει στο πιάνο, στα αγγλικά, στα γαλλικά κλπ. Ο χρόνος της κατάληψης είναι ο ελεύθερος χρόνος που η κοινωνία χρωστάει στα παιδιά. Δεν είναι υπερβολή. Κατά τη διάρκεια της κατάληψης τα παιδιά κάνουν ό,τι δεν τους επιτρέπεται να κάνουν σε μία κανονική τους μέρα. Με την ερμηνεία αυτή, οι καταλήψεις θέτουν ένα κεντρικό πρόβλημα της κοινωνίας. Την υποταγή των πάντων σε έναν απάνθρωπο ρυθμό εργασίας που συντρίβει το σύγχρονο άνθρωπο αποστερώντας του τη δυνατότητα να είναι άνθρωπος.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ, ΖΗΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ (Μάης ‘68)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου